- παραλάβῃς
- παραλαμβάνωreceive fromaor subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμάλγαμα — Κράμα υδραργύρου με ένα ή περισσότερα μέταλλα (π.χ. κασσίτερο, ψευδάργυρο, χρυσό, χαλκό). Μπορεί να είναι είτε υγρό είτε παχύρρευστη μάζα είτε στερεό, σε κανονική θερμοκρασία, ανάλογα με την εκατοστιαία περιεκτικότητά του σε υδραργύρο. Το α.… … Dictionary of Greek
γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… … Dictionary of Greek
διατακτικός — ή, ό (AM διατακτικός, ή, όν) ο κατάλληλος για διάταξη, διευθέτηση νεοελλ. 1. αυτός που σχετίζεται με διάταγμα ή διαταγή 2. το θηλ. ως ουσ. η διατακτική έγγραφο ειδικού τύπου με το οποίο δίνεται άδεια εισπράξεως, παραλαβής, αποθήκευσης κ.λπ. 3. το … Dictionary of Greek
εκχύλιση — Μέθοδος παραλαβής ορισμένων διαλυτών συστατικών από ένα μείγμα υγρών ή στερεών σωμάτων, με τη βοήθεια κατάλληλων διαλυτικών μέσων. Η διαδικασία της ε. περιλαμβάνει τρία στάδια: ανάμειξη του μείγματος με τον διαλύτη (εκχυλιστικό μέσο)· διαχωρισμό… … Dictionary of Greek
ενεχυρόγραφο(ν) — το 1. το ένα από τα δύο έγγραφα που αποδεικνύει την απόθεση εμπορευμάτων στις γενικές αποθήκες και με την οπισθογράφηση τού οποίου μπορεί το εμπόρευμα να ενεχυριαστεί σε τρίτο πρόσωπο 2. απόδειξη παράδοσης και παραλαβής ενεχύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
επιστολή — η (AM ἐπιστολή) [επιστέλλω] γραπτή ανακοίνωση ή μήνυμα, συνήθως σε τυποποιημένο φύλλο χαρτιού, που αποστέλλεται ή επιδίδεται μέσα σε φάκελο νεοελλ. φρ. 1. (αναλόγως τού περιεχομένου) α) «ευχετήρια επιστολή, συλλυπητήρια, απαντητική» κ.λπ. β)… … Dictionary of Greek
μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… … Dictionary of Greek
οινοπαραλημπτής — οἰνοπαραλημπτής και, κατά δ. γρφ., οἰνοπαραλήμπτης, ὁ (ΑΜ) επιστάτης παραλαβής οίνου, αυτός που αναλαμβάνει την πώληση οίνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + παραλημπτής (< παραλαμβάνω)] … Dictionary of Greek
πάρολκος — ο, ΝΑ [παρέλκω] ναυτ. χοντρό σχοινί με το οποίο ρυμουλκούνται πλοία ή άλλα πλωτά μέσα από την ξηρά ή από πλοίο που βρίσκεται στην παραλία ή στην όχθη ποταμού, ή λίμνης ή διώρυγας, κν. γεντέκι νεοελλ. 1. πρόσθετος ολκός μεγάλης κεραίας που… … Dictionary of Greek
παραθηκαρία — ἡ, Μ [παραθηκάρης] απόδειξη παραλαβής πράγματος ως παρακαταθήκης … Dictionary of Greek